ζορίζω

ζορίζω
μετ.
1) принуждать, заставлять; 2) беспокоить, мешать, затруднять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ζορίζω" в других словарях:

  • ζορίζω — ζορίζω, ζόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζορίζω — [ζόρι] 1. πιέζω, καταναγκάζω 2. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ …   Dictionary of Greek

  • ζορίζω — ζόρισα, ζορίστηκα, ζορισμένος 1. πιέζω, εξαναγκάζω κάποιον: Λίγο τον ζόρισαν και τα ομολόγησε όλα. 2. παθ., ζορίζομαι βρίσκω δυσκολία: Ζορίστηκα και εγκατέλειψα τη δουλειά. 3. θυμώνω, στενοχωριέμαι: Ζορίζεται όταν του μιλάς για τις αδυναμίες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζόριστος — η, ο [ζορίζω] 1. αυτός που γίνεται χωρίς πίεση ή στενοχώρια 2. αυτός που δεν τόν ζορίζουν ή δεν τόν ζόρισαν, αβίαστος, άνετος …   Dictionary of Greek

  • ζορεύω — [ζόρι] ζορίζω* …   Dictionary of Greek

  • ζόρισμα — το [ζορίζω] πίεση, καταναγκασμός, εκβιασμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»